- υποδερμόκλυση
- η, Νιατρ. υποδόρια έγχυση διαλύματος ισότονου προς τον ορό τού αίματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypodermoclyse (< υπ(ο)-* + δέρμα + κλύση)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποδόριος ιστός — (Ανατ.). Χαλαρός συνδετικός ιστός, που βρίσκεται αμέσως κάτω από το δέρμα σε ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος. Το πάχος του ποικίλλει ανάλογα με την ανατομική περιοχή, τη δίαιτα, το φύλο και τη λειτουργία των ενδοκρινών αδένων· βρίσκεται γενικά … Dictionary of Greek